- πολυμελές
- πολυμελήςwith many membersmasc/fem voc sgπολυμελήςwith many membersneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυμελής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά μέλη, που αποτελείται από πολλά μέλη (α. «πολυμελής οικογένεια» β. «πολυμελές δικαστήριο» γ) «πολυμελὲς γὰρ καὶ πολυειδές», Πλάτ.) αρχ. ποικιλόφθογγος, αυτός που μπορεί να τραγουδήσει πολλά μέλη, πολλές μελωδίες.… … Dictionary of Greek
Vrilissia — Infobox Greek Dimos name = Vrilissia (Βριλήσσια) name local = periph = Attica prefec = Athens population = 25.582 population as of = 2001 pop dens = 6.634 area = 3.856 elevation = 250 lat deg = 38 lat min = 2 lat hem = N lon deg = 23 lon min = 50 … Wikipedia
Полимент — (через нем. Poliment, из фр. Poliment, от Polir полировать) клеящий тёмно коричневого оттенка состав под позолоту … Википедия
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
πειθαρχικός — ή, ό / πειθαρχικός, ή, όν, ΝΑ [πείθαρχος] αυτός που υπακούει με προθυμία στους νόμους, στις αρχές, στους κανόνες, ευπειθής, υπάκουος (α. «πειθαρχικός στρατιώτης» β. «πειθαρχικὸς τοῑς νόμοις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
εισαγγελέας — ο ανώτερος δικαστικός λειτουργός σε πολυμελές δικαστήριο, που έργο έχει να εποπτεύει την τήρηση των νόμων, να διευθύνει τις ανακρίσεις και να εκπροσωπεί στις δίκες το νόμο και το δημόσιο συμφέρον ως κατήγορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)